- Ἡσιόδω
- Ἡσίοδοςmasc nom/voc/acc dualἩσίοδοςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἡσιόδῳ — Ἡσίοδος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡσιόδωι — Ἡσιόδῳ , Ἡσίοδος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Proculeius — or Proklos ( el. Πρόκλος), son of Themison. He held the office of hierophant at Laodiceia in Syria. He wrote, according to the Suda, the following works:* On the gods (θεολογία) * On the myth of Pandora in Hesiod (εἰς τὴν παρ Ἡσιόδῳ τῆς Πανδώρας… … Wikipedia
φόρεμα — έματος, το, ΝΜΑ, και φόρημα Α [φορῶ] νεοελλ. 1. γυναικείο, κυρίως, εξωτερικό ένδυμα 2. πανωφόρι 3. στον πληθ. τα φορέματα το σύνολο τού γυναικείου ρουχισμού μσν. αρχ. καθετί που φορεί κανείς ως κάλυμμα ή ως ένδυμα αρχ. 1. φορτίο 2. αυτό που… … Dictionary of Greek